Όλοι φοβούνται. Από μικρά παιδιά. Φοβούνται τα
πάντα. Μη χάσουν απ’ το οπτικό τους πεδίο την μητέρα τους και αμέσως βάζουν τα
κλάματα. Μη χάσουν την ισορροπία με το ποδήλατο και χτυπήσουν. Μη δεν πάρουν
καλούς βαθμούς. Μη πάρουν δύσκολη μετάθεση στον στρατό. Μη δεν βρούνε την
δουλειά που τους αξίζει. Μη και δεν γνωρίσουν ποτέ το άλλο τους μισό. Μη φύγουν
από δω μόνοι… μη... μη…
Δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που έπεσα
για ύπνο. Μια αλλόκοσμη φωνή με ξύπνησε. Σηκώθηκα, άνοιξα τα παντζούρια και
κοίταξα έξω προσπαθώντας να κερδίσω κάτι από την πρωϊνή δροσούλα. Έριξα μια
γρήγορη ματιά στον δρόμο και κατάλαβα πως πέρασε πολύς καιρός από τότε που
έπεσα για ύπνο. Τι έπαθαν οι άνθρωποι; Τι συνέβη στον κόσμο; Γιατί αυτό το
κουταβάκι κοιμάται ακέφαλο ξαπλωμένο στην άσφαλτο; Γιατί αυτό το οχτάχρονο
ουρλιάζει με τόση μανία; Προς ποιόν; Τι πρόλαβε να του φταίξει τόσο; Γιατί ο
μπρατσωμένος πενηντάρης υδραυλικός της γειτονιάς μας αισθάνομαι ότι το κοιτάει με άλλες διαθέσεις; Τι
βλέπει; Γιατί η Σοφούλα απέναντι γέμισε το σώμα της κρίκους τώρα στην εφηβεία; Ποιός
περιμένει να πιαστεί από αυτούς; Γιατί αυτός που παρκάρει με τόση προσοχή
δέχεται το περισσότερο βρίσιμο; Γιατί η ηλικιωμένη κυρία Μάρω ενώ ποτέ δεν
έκλεψε στην ζωή της επιστρέφει με ντροπή στο πρόσωπο για τα σαπισμένα χόρτα
στην σακούλα της; Τι έπαθαν οι άνθρωποι; Τι συνέβη στον κόσμο; Και άλλες φορές
παλιότερα είχαν φτάσει σε αυτά τα σημεία. Και ο ουρανός άνοιγε. Και ξέπλενε. Τώρα
οι ουρανοί έκλεισαν ή ανοίγουν για
λίγους; Για τους εκλεκτούς; Για αυτούς που ξυπνούν και αισθάνονται πως πέρασε πολύς καιρός από τότε που έπεσαν
για ύπνο; Ίσως να ‘ναι έτσι. Ίσως οι πολλοί να κουράστηκαν από την ανομβρία. Ακόμα
και το καλύτερο χώμα στο χωράφι θα γίνει πέτρα αν το αφήσεις τόσο απότιστο. Θα γίνει
σκληρό και δεν θα δέχεται ούτε καν τον σπόρο.