Σάββατο 2 Αυγούστου 2025

Ελήλυθεν η ώρα…

 

Το παρακάτω κείμενο είναι προϊόν μυθοπλασίας. Ή μήπως όχι;

-      -    Άντε μαζευτείτε… σε λίγο ξεκινάει το καραβάνι για Ιουδαία.

Είναι σίγουρα τρία μερόνυχτα δρόμος και οι μαθητές μου είναι ήδη κουρασμένοι από τόσα ταξίδια. Τρία χρόνια Ινδία, άλλο τόσο Αλεξάνδρεια, μετά Τύρο και τώρα Ιουδαία. Δεν έχουν άδικο, κάποια στιγμή πρέπει να γυρίσουμε στην πατρίδα.

-        Άντε μαζευτείτε επιτέλους, ξεκινάμε.

Δύο, τέσσερεις και μαζί με εμένα έξι. Ο Δάμις κουτσαίνει αρκετά και έχει μείνει τελευταίος. Πειραματίζεται ο ανόητος να νικήσει την βαρύτητα. Είναι αστείο που με ρωτά συνέχεια, να δοκιμάσω και αυτό Απολλώνιε; Αφού πάντα τα δοκιμάζει χωρίς να του απαντήσω… θα μας φάει το λιοπύρι. Ούτε το λινό ύφασμα δεν μας προστατεύει, ούτε καν οι τέντες που έχουν στηθεί στο καραβάνι. Αλλά σίγουρα αξίζει τον κόπο αυτό το ταξίδι. Κάποιος λένε στην Ιουδαία, ανέστησε άνθρωπο σχεδόν τέσσερις μέρες μετά! Όχι λίγες ώρες που η ψυχή ακόμη περιφέρεται γύρω από το σώμα, αλλά τέσσερις μέρες μετά! Αν ισχύει κάτι τέτοιο τότε σίγουρα αυτός που το κατάφερε είναι ο Κύριος την ζωής και του θανάτου. Και Αυτόν τον Κύριο πρέπει οπωσδήποτε να τον συναντήσω.

Μας έπιασε η πρώτη νύχτα και σταθήκαμε μέχρι να ξημερώσει. Βλέπεις οι οδηγοί μας δεν ξέρουν να διαβάζουν καν τα αστέρια, αλλά δεν πειράζει ας ξεκουραστούν και τα ζωντανά που μας κουβαλάνε αδιαμαρτύρητα.

Δεύτερη και τρίτη μέρα ακόμα πιο καυτός ο ήλιος στην έρημο. Τουλάχιστον τους έδειξα τις χρήσεις που μπορεί να έχει το δηλητήριο των φιδιών, που συναντούσαμε σε κάθε μας στάση.

Κάπως έτσι, φτάσαμε στις πύλες της πόλης, ξεφορτώσαμε και χωρίς καθυστέρηση, ξεκινάμε και οι έξι την αναζήτηση του ανθρώπου με αυτές τις εξαίρετες δυνάμεις.

-      Αν είναι μάγος θα το καταλάβεις Απολλώνιε;

-      Αν είναι μάγος θα γίνω και εγώ μάγος. Αν είναι Άγιος θα προσπαθήσω να του κάνω παρέα.

Αφού γυρίσαμε φορτωμένοι σχεδόν όλη την πόλη ρωτώντας που θα μπορούσαμε να βρούμε τον Κύριο των θαυμάτων, ευτυχώς υπήρξε κάποιος φιλότιμος Ιουδαίος να μας υποδείξει έναν λόφο στον οποίο συνήθιζε λέει να συγκεντρώνεται κόσμος για να τον ακούσει. Τραβήξαμε για ‘κει, αφού πρώτα συμβούλευσα τους μαθητές μου, πως επειδή βρισκόμαστε σε έναν πολύ δύσκολο τόπο και λογικά δεν είμαστε αποδεκτοί ως Έλληνες, θα πρέπει σε όποιον μας ρωτά να παριστάνουμε τους προσήλυτους στον Ιουδαϊσμό. Τους είπα δύο – τρία τεχνάσματα και ανηφορήσαμε.

Από τους πρόποδες ακόμη του λόφου, διέκρινες κόσμο, ακόμη και κατασκηνωτές… απίστευτο! Πρέπει να ήταν χιλιάδες! Προσπαθήσαμε πολύ και προσπεράσαμε διακριτικά όσους περισσότερους μπορούσαμε, μέχρι να καταφέρουμε να φτάσουμε αρκετά κοντά, στον άνθρωπο που στεκόταν όρθιος, με τα χέρια απλωμένα στον ουρανό. Όταν όμως θελήσαμε να πάμε μπροστά του, να τον δούμε από κοντά, να του μιλήσουμε, αμέσως πετάχτηκαν κάποιοι μαθητές του και μας εμπόδισαν με τον πιο άσχημο τρόπο. Τι αγροίκοι, σκέφτηκα. Είναι δυνατόν αυτοί οι άξεστοι να είναι μαθητές κάποιου ανθρώπου του Θεού; Και εφόσον εξήγησα σε κάποιον με το όνομα Αντρέας και σε κάποιον που ονομαζόταν Φίλιππος, πως έχουμε έρθει από πολύ μακριά για να δούμε τον Κύριο, αυτοί αντάλλασαν βλέμματα δυσπιστίας και μας ζήτησαν να περιμένουμε μέχρι να τον ενημερώσουν. Αργότερα, ακούστηκαν κάποιες φήμες, πως βρισκόμαστε εκεί για να τον καλέσουμε στην πατρίδα.

Ένας τρίτος, αυτός λίγο πιο ευγενής πρώην τελώνης λέει, εμφανίστηκε και μας ενημέρωσε πως ο Κύριος τελικά θα μας δεχτεί. Ευτυχώς σκέφτηκα, γιατί ποιος ακούει την γκρίνια των άλλων αν είχαμε έρθει ως εδώ μάταια;

Αυτή την φορά οι μαθητές του άνοιξαν διάδρομο στο πλήθος και καταφέραμε να βρεθούμε μπροστά του. Απλός, μεγαλειώδης, φωτεινός, χαμογελαστός αλλά σοβαρός, με μια διακριτική, ανώτερη αυστηρότητα, άπλωσε το χέρι κάνοντας μας νεύμα να πλησιάσουμε. Ντυμένος στα λευκά, που όμως έλουζε μια χρυσή αύρα… ίσως μόνο εγώ να μπορούσα να την διακρίνω. Και πριν καλά - καλά προλάβω να ανοίξω το στόμα μου, ξεκίνησε έναν μονόλογο που μας άφησε όλους συγκλονισμένους.

«Ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο Υιός του Ανθρώπου. Ελλάς γαρ μόνη ανθρωπογονεί, φυτόν ουράνιον και Βλάστημα θείον ηκριβωμένον, λογισμόν αποτίκτουσα οικειούμενον επιστήμην. Αμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει.»

Όσο μιλούσε για εμάς, με κοιτούσε κατάματα, μου κρατούσε τον ώμο και η σκέψη μου έτρεχε πιο γρήγορα και από το φώς. Τα μάτια του δεν ήταν μάτια ανθρώπου, το πρόσεξα καλά. Δεν είχαν συγκεκριμένο χρώμα. Μέσα τους έβλεπες τον ουρανό, την γη, την θάλασσα, τους πλανήτες και όλα τα πλάσματα της δημιουργίας. Ήταν τα μάτια του Δημιουργού. Τι μεγαλύτερη τιμή να θεωρεί την δική μας παρουσία, τον λόγο που θα δοξαστεί ο ίδιος. Η Ελλάς ουράνιο φυτό και εμείς οι καρποί; Θα έχω όλο τον χρόνο να αναλύσω λέξη - λέξη τα λόγια του, αλλά τώρα η στιγμή δεν το επιτρέπει.

Είπε και άλλα πολλά εκείνο το απόγευμα, πριν μας καλέσει στο μέρος που μίσθωνε αυτός ο πρώην τελώνης, για ένα φτωχό όπως είπε ο ίδιος δείπνο.

Αρχίσαμε να κατηφορίζουμε στα στενά της πόλης, μα ο κόσμος δεν έφευγε. Άλλοι σε σκηνές, άλλοι κάτω από βράχια, προφανώς θα ‘μείνουν εκεί για την αυριανή ομιλία.

Το φτωχικό δείπνο στο κατάλυμα τους είχε τα πάντα και ας το αποκαλούσε φτωχικό. Όλοι μας κοιτούσαν καχύποπτα και οι δώδεκα, εκτός απ’ τον ίδιο. Δημιουργούσε τόση χαρά η παρουσία του, που δεν έδινα σημασία σε κανέναν άλλον. Και άρχισα να διηγούμαι όσα μεγάλα και θαυμαστά έζησα στα ταξίδια μας, με ενθουσιασμό μικρού παιδιού. Του εξιστορούσα τις υπερφυσικές δυνάμεις των Ινδών γυμνοσοφιστών, τις μυστικές γνώσεις που κράτησα από τους ιερείς των Αιγυπτίων, για την Ελληνική σοφία και τις άγνωστες πτυχές της και αυτός με κοιτούσε συχνά με ένα ελαφρύ χαμόγελο κατανόησης. Μέχρι που σηκωθήκαμε, τους ευχαριστήσαμε και κάναμε να ξεκινήσουμε για τον γυρισμό. Τότε άπλωσε τα χέρια του και με έπιασε από τους ώμους λέγοντας μου το εξής:

«Όσο κυνηγάς την αλήθεια, τόσο αυτή θα τρέχει. Στάσου να ξαποστάσεις και κάπου εκεί γύρω ίσως την αντικρίσεις. Τότε άρπαξε την, κοίτα την κατάματα και μην επιτρέψεις να σου ξαναφύγει ποτέ.»

Πήραμε τον δρόμο του γυρισμού. Και έχουμε πολύ δρόμο.

Ο Δάμις δεν κουτσαίνει πια, αλλά δεν του είπα τίποτα. Ίσως να το έκανε και ψέματα για να μη τον αγγαρεύω.

Ρώμη 60 μ.Χ.

Μόνος αυτή την φορά ταξίδεψα ως την αιώνια πόλη και διασχίζω τους κεντρικούς της δρόμους. Ωραία η Ρώμη, παντού ναοί, αγάλματα, γλυπτά, μία όμορφη αντιγραφή του Ελληνικού κάλους. Αύριο θα συναντήσω τον αρχίατρο του Αυτοκράτορα. Γνωριζόμαστε από παλιά και μου έστειλε επιστολή, γιατί λέει ο Αυτοκράτορας ενδιαφέρεται να ακούσει από ‘μένα, τα μυστικά της νεότητας. Κάθε φορά που συναντιόμουν με τον αρχίατρο, με ρωτούσε τι κάνω και δεν γερνάω και εγώ πάντα αστειευόμενος του απαντούσα πως τρέφομαι μόνο με αμύγδαλα. Αστειευόμενος και αυτός αναφέρει στην επιστολή του, «σε παρακαλώ μην πεις μόνο για τα αμύγδαλα στον Αυτοκράτορα».

Σε μία πιο απόμερη μικρή πλατεία της πόλης, κόσμος συγκεντρωμένος παρακολουθεί σιωπηλά κάποιον νέο που μιλά δυνατά με εκφραστικές κινήσεις. Στέκομαι και εγώ να ακούσω. Τα λόγια του με μεταφέρουν τριάντα χρόνια πίσω, στον λόφο της Ιουδαίας. Χωρίς ιδιαίτερη ρητορική δεινότητα, ο νέος αυτός καταφέρνει να συγκινήσει, να σε ταξιδέψει, να σου μεταφέρει την αγάπη και την χρυσή αύρα Εκείνου που πρόλαβα να γνωρίσω έστω για μια μέρα. Και μιλά ακατάπαυστα για τα θαύματα, την θυσία, την Ανάσταση Του και ο κόσμος ακούει. Άλλοι δακρύζουν, άλλοι αποχωρούν αδιάφοροι, άλλοι μένουν μέχρι τέλους μήπως καταφέρουν να του μιλήσουν. Μαζί με αυτούς και εγώ.

-      Νέε μου, είχα την τιμή να γνωρίσω τον Κύριο που περιγράφεις και τους μαθητές Του, τότε πριν από τριάντα χρόνια. Δεν ξέρω αν πράγματι είναι ο Υιός του Θεού όπως λες, αλλά σίγουρα επιβεβαιώνω κάθε σου λέξη για Αυτόν.

-      Έχεις γνωρίσει τον ίδιο τον Κύριο; Είσαι ένας απ’ τους εκλεκτούς; Εγώ μιλώ για τον Χριστό μέσα από τις διηγήσεις του δασκάλου μου. Σε παρακαλώ μην αρνηθείς, αν έχεις γνωρίσει τους μαθητές όπως λες, πρέπει οπωσδήποτε να τον συναντήσεις. Θα χαρεί και αυτός πολύ να δει κάποιον γνώριμο από τότε. Βλέπεις, δεν έμειναν πολλοί εν ζωή, αλλά τουλάχιστον βρίσκονται στην Ρώμη και οι δύο πρωτοκορυφαίοι Του. Θα σε οδηγήσω εγώ στον δάσκαλο. Θα ήθελα όμως να ξέρω και το όνομα σου.

-        Απολλώνιος Τυανεύς.

     Χωρίς να χάσει χρόνο ο νέος με οδήγησε στα όρια της πόλης, υποδεικνύοντας μου μια φθαρμένη ξύλινη πόρτα, ενός μικρού ανήλιαγου σπιτιού, με πέτρινα σκαλιά που οδηγούν κάτω από το ύψος του δρόμου.

-        Να, εδώ είναι ο δάσκαλος.

    Γεμάτος ενθουσιασμό ο νέος, παρέμεινε έξω από το μικρό σπίτι, όσο εγώ κ
ατέβαινα τα σκαλοπάτια γεμάτος απορία για το τι θα συναντήσω. Για να δούμε, πόσο να εξελίχθηκαν οι άξεστοι, σκέφτηκα.

    Άνοιξα αργά την πόρτα και το μόνο πράγμα που μπορούσες να διακρίνεις στην μικρή αυτή κάμαρα, ήταν δύο φεγγίτες στις άκρες του απέναντι τοίχου. Εκεί γονατιστός, φανερά αδυνατισμένος ήταν αυτός, ο δάσκαλος. Τα μάτια του καρφωμένα ψηλά, όπου μέσα από τον μικρό φεγγίτη διέκρινα δύο φωτεινές ακτίνες που άγγιζαν τον ουρανό. Έμεινα λίγο έτσι να τον χαζεύω, πριν του διακόψω την προσευχή, φωνάζοντας του αστειευόμενος:

-       Άξεστε, με θυμάσαι; Κάποτε, πριν από τρεις δεκαετίες, είχαμε κάτσει στο ίδιο τραπέζι, με θυμάσαι;

    Σηκώθηκε, έστριψε αμέσως το βλέμμα του πάνω μου, οι ουράνιες ακτίνες χάθηκαν και με αργό βήμα ήρθε προς το μέρος μου. Στάθηκε και με κοίταξε. Τα μάτια του δεν ήταν μάτια ανθρώπου. Μέσα τους έβλεπες τον ουρανό, την γη, την θάλασσα, τους πλανήτες και όλα τα πλάσματα της δημιουργίας.

-    Ταξίδεψα σε όλο τον κόσμο, είδα όλα τα μυστήρια της γης, γνώρισα απόκρυφα μυστικά που δεν σου φτάνουν δυο ζωές να ανακαλύψεις… και εσύ κατάφερες και έγινες ίδιος με Αυτόν; Πώς;

Τότε άπλωσε τα χέρια του, μου έπιασε δυνατά τους ώμους και απλά μου είπε:

«Κάποτε στάθηκα να ξαποστάσω και κάπου εκεί γύρω αντίκρισα την αλήθεια. Τότε την άρπαξα, την κοίταξα κατάματα και δεν της επέτρεψα να μου ξαναφύγει ποτέ. Είναι τόσο απλό.»

Κάπως έτσι έμεινα για λίγη ώρα, να ξανακοιτώ τα μάτια του Δημιουργού μέσα από κάποιον άλλον. Του είπα να προσέχει γιατί οι καιροί είναι πονηροί και γύρισα να φύγω. Θέλοντας να του ρίξω μια αποχαιρετιστήρια ματιά, στιγμιαία έστρεψα το κεφάλι και ως δια μαγείας αυτός ήταν εκεί, στην άκρη της κάμαρας, γονατιστός με δυο ακτίνες στα μάτια ως τον ουρανό. Λες και η κουβέντα μας δεν έγινε ποτέ.

Ευχαρίστησα τον νέο και πήρα τον δρόμο για το παλάτι.

Πολλά είδες Απολλώνιε…  Συμπληρώθηκε και η ωραιότερη ιστορία που έχεις να θυμάσαι, να διηγείσαι και επιτέλους να θαυμάζεις. Τι αστείο; Τώρα θα πας να εξηγήσεις τα μυστικά της νεότητας που ενδιαφέρουν λέει τον Αυτοκράτορα.

Ας είναι… μετά όμως από αυτό ήρθε η ώρα να αποσυρθείς.

Ἦσαν δέ τινες Ἕλληνες ἐκ τῶν ἀναβαινόντων ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ.

οὗτοι οὖν προσῆλθον Φιλίππῳ τῷ ἀπὸ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, θέλομεν τὸν Ἰησοῦν ἰδεῖν.

ἔρχεται Φίλιππος καὶ λέγει τῷ Ἀνδρέᾳ, καὶ πάλιν Ἀνδρέας καὶ Φίλιππος καὶ λέγουσι τῷ Ἰησοῦ·

ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίνατο αὐτοῖς λέγων· Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ΄

 

Α.Τ.