Τι μέρα
και αυτή, μονολόγησα. Δε με βαστάνε τα πόδια μου. Α ρε μάνα, ποτέ δεν μου είπες
πως θα είναι έτσι η ζωή όσο ήμουνα παιδί. Ξαπλώνω τώρα που κλείνουν τα μάτια
μου, πριν σωριαστώ κάτω από την κούραση.
…
Μα δεν είναι δυνατόν να με πάρει ο ύπνος με τόσο φως. Είμαι
σίγουρος ότι τα έσβησα όλα πριν ξαπλώσω. Κάνω στην άκρη το σκέπασμα και ενώ πάω
να σηκωθώ αντιλαμβάνομαι ότι η πηγή όλης αυτής της λάμψης είναι ένας υπέροχος
άγγελος που κάθεται στο κάτω μέρος του κρεβατιού με χαμηλωμένο το κεφάλι σαν να
προσεύχεται, κρατώντας στο δεξί του χέρι μια αρμαθιά από κλειδιά και στο
αριστερό ένα μικρό βιβλίο. Κάνω να ανασηκωθώ μα η γλυκιά του φωνή με
προλαβαίνει.
Α. Δεν
υπάρχει λόγος να ξεβολευτείς. Άλλωστε εδώ είμαι κάθε βράδυ. Εγώ είμαι αυτός που
σε κάνει να αισθάνεσαι ότι κάθεται και κάποιος άλλος στην άκρη του κρεβατιού
κάθε μέρα. Απλά δεν με βλέπεις. Εγώ είμαι πάντα εδώ. Ο λόγος που επέλεξα να
εμφανιστώ σήμερα είναι η κούραση και η απογοήτευση για την ζωή που διέκρινα στη
σκέψη σου. Ήρθα λοιπόν για να σου φέρω
λίγο από παράδεισο. Ήρθα για να σου δώσω την ώθηση να μπορείς να βιώνεις μέρος
αυτών που απολαμβάνουμε όλοι μας δίπλα στον Κύριο, έστω μέσα από τη φυλακή
σου.