Το κείμενο που ακολουθεί, μπορεί και να είναι προϊόν μυθοπλασίας.

Ιερουσαλήμ
33 μ.Χ. Έχει αρχίσει να σουρουπώνει και ήδη η ατμόσφαιρα προμηνύει πως κάτι
περίεργο θα συμβεί. Απόλυτη άπνοια. Απόλυτη ησυχία. Ακόμη και τα πιο ατίθασα
πουλιά έχουν κουρνιάσει στα κλαδιά από νωρίς σαν να έχουν καταπιεί την γλώσσα τους.
Ούτε τα βήματα αυτών που περπατούν στα στενά της πόλης δεν ακούγονται. Κάτι έχει
η μέρα.
Πάνω
στα άγρια χόρτα του μεγάλου κήπου της πόλης είναι ένας γυμνός άντρας, κουλουριασμένος
σε εμβρυακή στάση. Ο Τζέισον ανοίγει τα μάτια του. Όλο του το σώμα πονάει σαν
να τον χτυπούσαν μέρες. Έχει περάσει αρκετή ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσει πως
βρίσκεται εκτός εργαστηρίου, εκτός τόπου, εκτός χρόνου. Καταφέρνει να κλέψει
ένα φρεσκοπλυμένο λευκό λινό ύφασμα από μια γειτονική του κήπου αυλή, για να
μπορέσει να κρύψει την γύμνια του. Όπως τότε, στην αρχή… Κρύβεται πίσω από έναν
πέτρινο μαντρότοιχο και παρακολουθεί τις κινήσεις των ανθρώπων γύρω. Φορούν ρούχα
μιας άλλης περιόδου, μιλούν μια άγνωστη γλώσσα και δείχνουν ανήσυχοι. Ο Τζέισον
καταφέρνει να τυλίξει το λινό ύφασμα γύρω του κάνοντας το να μοιάζει με τα
ρούχα των ανθρώπων που βλέπει. Πριν αντιληφθεί καλά καλά που βρίσκεται, ένας συντονισμένος
ήχος από βήματα και μέταλλα που χτυπούν, του διαλύει κάθε σκέψη. Ο Τζέισον δεν
πιστεύει στα μάτια του αλλά μπροστά του υπάρχει μια ομάδα πραγματικών Ρωμαίων
στρατιωτών, όπως στις ταινίες! Η ομάδα αυτή παρατάσσεται με απόλυτη πειθαρχία
και παραμένει σε στάση προσοχής σαν να περιμένει κάποιο σύνθημα. Πίσω του στο βάθος
του κήπου ακούει ομιλίες. «Είναι προτιμότερο να πάω προς τα εκεί, παρά προς τους στρατιώτες»
σκέφτηκε. Άρχισε να περπατάει δειλά κάνοντας μικρά βήματα από κορμό σε κορμό
για να μη γίνει αντιληπτός. Είναι δώδεκα άντρες που μιλούν μεταξύ τους προσπαθώντας
να ξαποστάσουν σε ένα πυκνό σε βλάστηση σημείο του κήπου. Μα για στάσου… είναι
απίστευτο… δεν το χωράει ο ανθρώπινος νους!
Ο Τζέισον
δεν είναι ιδιαίτερα θρήσκος, αλλά αν μη τι άλλο έχει διαβάσει αποσπασματικά
έστω, την Αγία Γραφή, έχει επισκεφθεί ναούς, έχει θαυμάσει εικόνες αγίων και
αντιλαμβάνεται βλέποντας τον άντρα που έχει παραμείνει όρθιος, πως του
συμβαίνει κάτι τόσο μοναδικό, κάτι τόσο μεγαλειώδες. Η ιστορία, οι γνώσεις και
όλη του η ζωή περνούν αστραπιαία μπροστά από τα μάτια του. Έχει την τύχη να
βρίσκεται μπροστά σε αυτόν που ακόμη και την ύπαρξή του αμφισβήτησαν αργότερα
οι άνθρωποι.
Έχει
αρχίσει να νυχτώνει. Ο Τζέισον είδε τον Κύριο να απομακρύνεται, τους μαθητές
του να ξαπλώνουν και να αποκοιμιούνται και αυτός με το άσπρο λινό σεντόνι του
για ρούχο, έχει καθηλωθεί με την πλάτη στον κορμό του δέντρου και αστραπιαία, ενεργοποιώντας
όλο τον δείκτη ευφυΐας που διαθέτει το πεπερασμένο μυαλό του, ψάχνει το καλύτερο
δυνατό σενάριο. «Πρέπει να πάω να τους μιλήσω» σκέφτηκε. «Μα δεν γνωρίζω καν
την γλώσσα» ανταπάντησε. «Πρέπει να τους ξυπνήσω έστω κάνοντας σαματά και να
προσπαθήσω να τους διώξω, να τους προειδοποιήσω έστω για αυτό που έρχεται… Οι
στρατιώτες βρίσκονται πενήντα μέτρα από τον μαντρότοιχο του κήπου. Τους είδα με
τα μάτια μου. Φύγετε. Πάρτε ακόμα και αγκαλιά τον Χριστούλη μας και φύγετε.
Τρέξτε και ότι γίνει…».
Ο Τζέισον
δεν ήταν ιδιαίτερα θρήσκος, αλλά αν μη τι άλλο άκουσε τον Κύριο να μιλάει στους
Ρωμαίους, είδε τον πανικό στα μάτια των μαθητών, είδε το πιο παλικάρι απ’ αυτούς
να κόβει το αυτί ενός στρατιώτη και ο Χριστός να το επαναφέρει στην θέση του επιπλήττοντάς
τον. Και τι δεν είδε εκείνη την νύχτα ο Τζέισον. Ακόμη και το φιλί ήταν εκεί… Πανικός.
Άρχισε και ο ίδιος να τρέχει σαν αλλόφρων μέσα στα σκοτάδια του κήπου. Το
σεντόνι του πιάστηκε στο πρώτο κλαδί και πάει…
Τίποτα
από αυτά που σκέφτηκε ο ήρωας μας δεν πρόλαβε να κάνει. Τίποτα δεν πρόλαβε να
αλλάξει. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Αν είχε αλλάξει κάτι πώς θα μπορούσε να είχε
διαβάσει αυτή την ιστορία στην εποχή του;
Από όσο
μπορώ να ξέρω ο Τζέισον εγκλωβίστηκε στο 33 μ.Χ. Έζησε κάποιες από τις σημαντικότερες
στιγμές της ανθρωπότητας. Βρήκε άλλο ύφασμα, το τύλιξε έντεχνα γύρω του με
τρόπο που να θυμίζει ρούχο της εποχής, παρακολούθησε το μαρτύριο στον λόφο,
συνέχισε την ζωή του ζητιανεύοντας, κάνοντας τον μουγγό, ακολουθώντας κρυφά
πάντα, κάποιον από τους μαθητές. Άκουγε τα κηρύγματα με ενθουσιασμό παιδιού και
ας μη καταλάβαινε λέξη.
Από όσο
μπορώ να ξέρω, ο νεαρός Τζέισον πέθανε σε μεγάλη ηλικία, κάπου κοντά στην Ιερουσαλήμ,
ιδιαίτερα θρήσκος...
Φίλε
μου Τζέισον βρισκόμαστε στο 2016. Αν διαβάζεις αυτό το κείμενο θέλω να σου
μεταφέρω, πως είσαι πολύ τυχερός που πρόκειται να κάνεις αυτό το
ταξίδι, ώστε ένα μικρό στοιχείο της περιπέτειας σου να αποτυπώσει ο
ευαγγελιστής Μάρκος, να το διαβάσω, και εγώ με τη σειρά μου να γράψω την “φανταστική”
ιστορία σου με όσο μεγαλύτερο σεβασμό γίνεται στον αέναο εγκλωβισμό σου.
Καλό
ταξίδι
48 Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με·
49 καθ᾿ ἡμέραν πρὸς ὑμᾶς ἤμην ἐν τῷ ἱερῷ διδάσκων, καὶ οὐκ ἐκρατήσατέ με. Ἀλλ᾿ ἵνα πληρωθῶσιν αἱ γραφαί.
51 Καὶ εἷς τις νεανίσκος ἠκολούθησεν αὐτῷ, περιβεβλημένος σινδόνα ἐπὶ γυμνοῦ· καὶ κρατοῦσιν αὐτὸν οἱ νεανίσκοι.
52 Ὁ δὲ καταλιπὼν τὴν σινδόνα γυμνὸς ἔφυγεν ἀπ᾿ αὐτῶν.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ κεφ.ιδ΄
Μ.
Ακούστε το ηχητικό (Επιμέλεια, παραγωγή, αφήγηση: Τάσος Ζαχαριάδης)
Δείτε το βίντεο