Να ‘μαστε λοιπόν πάλι. Σε άλλο χώρο, σε άλλο χρόνο ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους. Την πρώτη φορά ήμασταν εδώ γιατί έπρεπε. Αυτή την φορά είμαστε εδώ γιατί θέλουμε.

Η ανθρωπότητα άλλαξε συνήθειες, άλλαξε μυαλά, άλλαξε γούστα…

Οι άνθρωποι ξέχασαν να μιλάνε, ξέχασαν να γράφουν, ξέχασαν να σκέφτονται, ξέχασαν να αγαπούν. Να ‘μαστε λοιπόν πάλι. Για να δώσουμε τις τελευταίες οδηγίες σε όλους αυτούς που ξέχασαν. Για λίγο ακόμη. Με την στοργή όμως του πολύτεκνου πατέρα που ενώ το σπίτι του γκρεμίζεται με αγωνία αναζητά και το τελευταίο παιδί του στα χαλάσματα.

Να ‘μαστε λοιπόν πάλι, με άλλα μέσα, με άλλα λόγια, από μια άλλη εποχή. Για λίγο ακόμη. Γιατί θέλουμε. Γιατί ακούω τις μπουλντόζες…

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2016

Ο Τζέισον δεν ήταν ιδιαίτερα θρήσκος



Το κείμενο που ακολουθεί,  μπορεί και να είναι προϊόν μυθοπλασίας.

Λίγα χρόνια μετά το 2014 μ.Χ. Σε κάποια κοντινή χώρα, επιστήμονες έχουν φτιάξει μία γιγάντια μηχανή και μόνο αυτοί γνωρίζουν την χρήση και το σκοπό της. Οι έρευνες κρατούν καιρό και κρατούνται μυστικές από τον πολύ κόσμο. Στην πορεία των ερευνών αντιλαμβάνονται πως η γιγάντια μηχανή μπορεί να λειτουργήσει σαν χρονοπύλη. Συνεχίζουν λοιπόν τις έρευνες σε αυτή την κατεύθυνση, καλώντας το προσωπικό που θα ήθελε να συμμετάσχει εθελοντικά να λάβει μέρος στο πείραμα της μεταφοράς στο χρόνο. Ο ήρωας μας (στο εξής θα τον αναφέρουμε ως Τζέισον) είναι ένας νέος επιστήμονας με μεγάλο δείκτη ευφυΐας, όχι ιδιαίτερα θρήσκος, όπως οι περισσότεροι άλλωστε του σιναφιού του, που δεν έχει να χάσει τίποτα πέρα από την δουλειά του. Αποφασίζει λοιπόν να είναι αυτός που θα λάβει μέρος στο τολμηρό εγχείρημα για χάρη της επιστήμης του. Έτσι, μια μέρα ο Τζέισον περνάει μόνος του την πύλη της γιγάντιας μηχανής, γυμνός, με τους υπόλοιπους συναδέλφους του να τον παρακολουθούν από απόσταση ασφαλείας. Βάζουν σε λειτουργία την μηχανή, ένα τεράστιο φώς κυκλώνει τον ήρωα μας – όλο αυτό δεν κράτησε πάνω από μισή ώρα – και ο Τζέισον εξαϋλώνεται μπροστά στα μάτια όλων.

Ιερουσαλήμ 33 μ.Χ. Έχει αρχίσει να σουρουπώνει και ήδη η ατμόσφαιρα προμηνύει πως κάτι περίεργο θα συμβεί. Απόλυτη άπνοια. Απόλυτη ησυχία. Ακόμη και τα πιο ατίθασα πουλιά έχουν κουρνιάσει στα κλαδιά από νωρίς σαν να έχουν καταπιεί την γλώσσα τους. Ούτε τα βήματα αυτών που περπατούν στα στενά της πόλης δεν ακούγονται. Κάτι έχει η μέρα.

Πάνω στα άγρια χόρτα του μεγάλου κήπου της πόλης είναι ένας γυμνός άντρας, κουλουριασμένος σε εμβρυακή στάση. Ο Τζέισον ανοίγει τα μάτια του. Όλο του το σώμα πονάει σαν να τον χτυπούσαν μέρες. Έχει περάσει αρκετή ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσει πως βρίσκεται εκτός εργαστηρίου, εκτός τόπου, εκτός χρόνου. Καταφέρνει να κλέψει ένα φρεσκοπλυμένο λευκό λινό ύφασμα από μια γειτονική του κήπου αυλή, για να μπορέσει να κρύψει την γύμνια του. Όπως τότε, στην αρχή… Κρύβεται πίσω από έναν πέτρινο μαντρότοιχο και παρακολουθεί τις κινήσεις των ανθρώπων γύρω. Φορούν ρούχα μιας άλλης περιόδου, μιλούν μια άγνωστη γλώσσα και δείχνουν ανήσυχοι. Ο Τζέισον καταφέρνει να τυλίξει το λινό ύφασμα γύρω του κάνοντας το να μοιάζει με τα ρούχα των ανθρώπων που βλέπει. Πριν αντιληφθεί καλά καλά που βρίσκεται, ένας συντονισμένος ήχος από βήματα και μέταλλα που χτυπούν, του διαλύει κάθε σκέψη. Ο Τζέισον δεν πιστεύει στα μάτια του αλλά μπροστά του υπάρχει μια ομάδα πραγματικών Ρωμαίων στρατιωτών, όπως στις ταινίες! Η ομάδα αυτή παρατάσσεται με απόλυτη πειθαρχία και παραμένει σε στάση προσοχής σαν να περιμένει κάποιο σύνθημα. Πίσω του στο βάθος του κήπου ακούει ομιλίες. «Είναι προτιμότερο να πάω προς τα εκεί, παρά προς τους στρατιώτες» σκέφτηκε. Άρχισε να περπατάει δειλά κάνοντας μικρά βήματα από κορμό σε κορμό για να μη γίνει αντιληπτός. Είναι δώδεκα άντρες που μιλούν μεταξύ τους προσπαθώντας να ξαποστάσουν σε ένα πυκνό σε βλάστηση σημείο του κήπου. Μα για στάσου… είναι απίστευτο… δεν το χωράει ο ανθρώπινος νους!

Ο Τζέισον δεν είναι ιδιαίτερα θρήσκος, αλλά αν μη τι άλλο έχει διαβάσει αποσπασματικά έστω, την Αγία Γραφή, έχει επισκεφθεί ναούς, έχει θαυμάσει εικόνες αγίων και αντιλαμβάνεται βλέποντας τον άντρα που έχει παραμείνει όρθιος, πως του συμβαίνει κάτι τόσο μοναδικό, κάτι τόσο μεγαλειώδες. Η ιστορία, οι γνώσεις και όλη του η ζωή περνούν αστραπιαία μπροστά από τα μάτια του. Έχει την τύχη να βρίσκεται μπροστά σε αυτόν που ακόμη και την ύπαρξή του αμφισβήτησαν αργότερα οι άνθρωποι.

Έχει αρχίσει να νυχτώνει. Ο Τζέισον είδε τον Κύριο να απομακρύνεται, τους μαθητές του να ξαπλώνουν και να αποκοιμιούνται και αυτός με το άσπρο λινό σεντόνι του για ρούχο, έχει καθηλωθεί με την πλάτη στον κορμό του δέντρου και αστραπιαία, ενεργοποιώντας όλο τον δείκτη ευφυΐας που διαθέτει το πεπερασμένο μυαλό του, ψάχνει το καλύτερο δυνατό σενάριο. «Πρέπει να πάω να τους μιλήσω» σκέφτηκε. «Μα δεν γνωρίζω καν την γλώσσα» ανταπάντησε. «Πρέπει να τους ξυπνήσω έστω κάνοντας σαματά και να προσπαθήσω να τους διώξω, να τους προειδοποιήσω έστω για αυτό που έρχεται… Οι στρατιώτες βρίσκονται πενήντα μέτρα από τον μαντρότοιχο του κήπου. Τους είδα με τα μάτια μου. Φύγετε. Πάρτε ακόμα και αγκαλιά τον Χριστούλη μας και φύγετε. Τρέξτε και ότι γίνει…».

Ο Τζέισον δεν ήταν ιδιαίτερα θρήσκος, αλλά αν μη τι άλλο άκουσε τον Κύριο να μιλάει στους Ρωμαίους, είδε τον πανικό στα μάτια των μαθητών, είδε το πιο παλικάρι απ’ αυτούς να κόβει το αυτί ενός στρατιώτη και ο Χριστός να το επαναφέρει στην θέση του επιπλήττοντάς τον. Και τι δεν είδε εκείνη την νύχτα ο Τζέισον. Ακόμη και το φιλί ήταν εκεί… Πανικός. Άρχισε και ο ίδιος να τρέχει σαν αλλόφρων μέσα στα σκοτάδια του κήπου. Το σεντόνι του πιάστηκε στο πρώτο κλαδί και πάει…

Τίποτα από αυτά που σκέφτηκε ο ήρωας μας δεν πρόλαβε να κάνει. Τίποτα δεν πρόλαβε να αλλάξει. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Αν είχε αλλάξει κάτι πώς θα μπορούσε να είχε διαβάσει αυτή την ιστορία στην εποχή του;

Από όσο μπορώ να ξέρω ο Τζέισον εγκλωβίστηκε στο 33 μ.Χ. Έζησε κάποιες από τις σημαντικότερες στιγμές της ανθρωπότητας. Βρήκε άλλο ύφασμα, το τύλιξε έντεχνα γύρω του με τρόπο που να θυμίζει ρούχο της εποχής, παρακολούθησε το μαρτύριο στον λόφο, συνέχισε την ζωή του ζητιανεύοντας, κάνοντας τον μουγγό, ακολουθώντας κρυφά πάντα, κάποιον από τους μαθητές. Άκουγε τα κηρύγματα με ενθουσιασμό παιδιού και ας μη καταλάβαινε λέξη.

Από όσο μπορώ να ξέρω, ο νεαρός Τζέισον πέθανε σε μεγάλη ηλικία, κάπου κοντά στην Ιερουσαλήμ, ιδιαίτερα θρήσκος...

Φίλε μου Τζέισον βρισκόμαστε στο 2016. Αν διαβάζεις αυτό το κείμενο θέλω να σου μεταφέρω, πως είσαι πολύ τυχερός που πρόκειται να κάνεις αυτό το ταξίδι, ώστε ένα μικρό στοιχείο της περιπέτειας σου να αποτυπώσει ο ευαγγελιστής Μάρκος, να το διαβάσω, και εγώ με τη σειρά μου να γράψω την “φανταστική” ιστορία σου με όσο μεγαλύτερο σεβασμό γίνεται στον αέναο εγκλωβισμό σου.

Καλό ταξίδι

48 Κα ποκριθες ησος επεν ατος· ς π λστν ξλθετε μετ μαχαιρν κα ξλων συλλαβεν με·
49 καθ᾿ μραν πρς μς μην ν τ ερ διδσκων, κα οκ κρατσατ με. λλ᾿ να πληρωθσιν α γραφα.
50 κα φντες ατν φυγον πντες.
51 Κα ες τις νεανσκος κολοθησεν ατ, περιβεβλημνος σινδνα π γυμνο· κα κρατοσιν ατν ο νεανσκοι.
52 δ καταλιπν τν σινδνα γυμνς φυγεν π᾿ ατν.

 ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ κεφ.ιδ΄

Μ.



Ακούστε το ηχητικό (Επιμέλεια, παραγωγή, αφήγηση: Τάσος Ζαχαριάδης)


Δείτε το βίντεο