Δυστυχώς, δεν ενδιαφέρονται οι άνθρωποι για το πώς είναι
η κόλαση. Και είναι πολύ κρίμα να έχεις στα χέρια σου εισιτήριο ελευθέρας για
κάπου αλλά να μη σε έχει νοιάξει ποτέ τι θα συναντήσεις στο μέρος που οι πόρτες
είναι πάντα ανοιχτές.
Έτσι σε μια στιγμή μπορούν να σου λυθούν όλες οι απορίες. Αυτό συνέβη και σε ‘μένα όταν έχοντας δυο πελώρια μαδέρια κλαδιά, επέστρεφα στο σπίτι για να συνεχίσει η ξυλόσομπα να καίει. Ένα κοπάδι δέκα άγριων λύκων μου έκλεινε τον δρόμο στο μονοπάτι, ενώ ταυτόχρονα δυο πελώρια μάτια άναψαν στο ξέφωτο ανάμεσα απ’ τα δέντρα. Είχα ακούσει παλιότερα για τα μάτια του δάσους τα οποία βλέπουν και καταγράφουν τα πάντα, αλλά ποτέ δεν περίμενα να ξεπροβάλουν τόσο καθαρά μπροστά μου. Ίσως να ήθελαν να καταγράψουν τις τελευταίες μου στιγμές καθώς οι λύκοι απόλυτα σταθεροί παρατηρούσαν την παγωμένη μου ύπαρξη. Και εδώ είναι που μέσα σε λίγα λεπτά είδα και κατάλαβα ακριβώς πως είναι η κόλαση.
Άκου λοιπόν… Η κόλαση είναι να θέλεις να αντιμετωπίσεις
το παραμικρό χωρίς Χριστό. Να πιστεύεις ότι θα βγεις από το αδιέξοδο νικητής,
αδιαφορώντας για τον νικητή της ζωής και του θανάτου. Να θεωρείς τις δυνάμεις
σου αρκετές απλά και μόνο επειδή κάποιος σου χάρισε την ζωή, αλλά παράλληλα να
μη Τον αναγνωρίζεις.
Κόλαση είναι η μοναξιά, όχι από ανθρώπους, από Θεό. Κόλαση είναι ο τρόμος, ο τρόμος του τέλους που πλησιάζει και που ενώ θεωρείς τον εαυτό σου έτοιμο, αυτό θα καταφέρει να σε πιάσει στον ύπνο. Σαν τα είκοσι κόκκινα μάτια που με κοιτούσαν επίμονα ενώ εγώ απλά γυρνούσα αμέριμνος. Πόσες φορές επανέφερα αυτές τις στιγμές στο μυαλό μου από τότε… Κακώς! Γιατί η κόλαση είναι η επανάληψη. Η επανάληψη του τρόμου, της δειλίας μας, των θανάσιμων λαθών μας, είναι η ανελέητη επανάληψη των τύψεων, της υπεκφυγής, της πονηρίας μας, της ζήλιας, της υπεροψίας, της αδιαφορίας, των πληγών που αφήσαμε σε άλλους και τώρα μας επιστρέφουν. Φαντάσου ένα τζάμι, φαντάσου τον εαυτό σου μέσα σε αυτό το τζάμι, με πλήρη συνείδηση όλων των παραπάνω, χωρίς δυνατότητα διαφυγής, χωρίς την δυνατότητα της παραμικρής κίνησης, ούτε καν βλεφαρίσματος, μέσα σε απόλυτη αδράνεια και χωρίς τέλος… Δύο τεράστια μάτια κοιτάζουν και καταγράφουν την κατάντια σου μες το τζαμάκι. Γύρω σου εκατομμύρια ίσως και δισεκατομμύρια άλλα τζαμάκια να αιωρούνται και αυτά μαζί με ‘σένα στην απόλυτη μαύρη άβυσσο. Και τα πελώρια μάτια ακόμη δεν σου αποκάλυψαν το υπόλοιπο πρόσωπο. Ποιος να είναι εκεί; Ποιος έχει εξουσία στα ανυπεράσπιστα τζαμάκια; Ποιος είναι ο άρχοντας της αβύσσου; Ποτέ δεν σε ένοιαξε. Αντίθετα, απορούσες για το πώς μπορεί να είναι ο Παράδεισος, ενώ έκαιγες καθημερινά την ψυχή σου λειτουργώντας χειρότερα ακόμη και από αυτόν τον άρχοντα της αβύσσου.
Σου διέφυγε ο δεύτερος τόπος που μπορεί να καταλήξεις
αιώνια άνθρωπε; Αμφισβητούσες την ύπαρξη των δύο τόπων; Όλη σου την ζωή
επαναλάμβανες την δειλία που προέκυπτε από τον τρόμο σου, την αδιαφορία προς τους
πάντες όσο και αν τους πλήγωσες, την ζήλια σου ακόμη και γι’ αυτά που ο ίδιος κατέκτησες,
τον φθόνο σου για το φώς, την πλάση, τα ζώα και μέσα στις πλάνες που προκάλεσε
η υπεροψία σου, αγνόησες εντελώς την καταγωγή σου. Καημένε, όλη σου την ζωή δεν
έβαλες μπουκιά Χριστό μέσα σου. Δεν βλέπεις το οξυγόνο αλλά σου είπαν ότι
υπάρχει και ζεις από αυτό, το ρουφάς συνέχεια… Κάποιοι πολύ πριν και πολύ πιο
σοφοί από εσένα σε διαβεβαίωσαν για την ύπαρξη των δύο τόπων. Αυτούς γιατί δεν τους
άκουσες; Γιατί επιμένεις στο πανηλίθιο επιχείρημα σου ότι δεν επέστρεψε κανείς
να μας πει πως είναι; Σε διαβεβαιώνω λοιπόν ότι πολλοί έχουν επιστρέψει και την
επιστροφή του μεγαλύτερου συνήθιζαν να την τιμούν οι άνθρωποι το Μ. Σάββατο. Ακόμη
και αυτό το έφθειραν πρόσφατα οι άνθρωποι. Θυμάσαι;
Έμαθες να επιβιώνεις μέσα στο κακό, το ακαλαίσθητο, το
δήθεν προοδευτικό που όμως σε γυρίζει εκατοντάδες χρόνια πίσω, νομίζοντας ότι
θα μείνεις αλώβητος, ότι εσύ διαφέρεις. Πώς είναι δυνατόν; Πώς γίνεται να
παρακολουθείς όλη αυτή την διαστροφή καθημερινά, να την επιτρέπεις, να την
αποδέχεσαι και να θεωρείς ότι δεν σε άγγιξε τίποτα; Μασκοφορεμένοι καταδότες
που κρύβουν την ταυτότητα τους έντεχνα, ανώμαλοι και ψυχανώμαλοι δίπλα σου,
ίσως μέσα στο ίδιο σου το σπίτι, αλλά εσύ ατάραχος να το επιτρέπεις γιατί
βλέπεις φτιάχνουν και νόμους υπέρ τους για να επαινέσουν τα δικά τους παιδιά και
την επίγεια κόλαση που έφτιαξαν.
Και ο κατήφορος δεν έχει τελειωμό. Αν αυτή η ζωή είναι η
απαρχή της ζωής για τον καθένα, θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε ως το
σημείο μηδέν. Αναρωτήθηκες ποτέ πόσα τέτοια σημεία προς τα πάνω μπορεί να
μεσολαβούν μέχρι το σημείο Θεός; Αναρωτήθηκες ποτέ πόσα σημεία προς τα κάτω
μπορεί να μεσολαβούν μέχρι το σημείο διάβολος; Βιάστηκες και κόπιασες πολύ
άνθρωπε να φέρεις το κάτω – πάνω αντί για το πάνω – κάτω και τώρα αναγκαστικά
ζεις μέσα στην κόλαση που έφτιαξες και ανάμεσα στους δαιμόνους που κάλεσες. Και
περιμένεις μόνος σου να τα βγάλεις πέρα;
Όσο για ‘μένα, για την ιστορία σε ενημερώνω ότι κατάφερα
και γύρισα στο σπίτι. Το πως είναι άλλη υπόθεση. Έριξα μερικά ξύλα στην σόμπα,
έφαγα λίγη σούπα που είχα έτοιμη, ευχαρίστησα τον Χριστό για την εμπειρία της κόλασης
που μου χάρισε, σκεπάστηκα και αποκοιμήθηκα ευτυχισμένος για όλα όσα μου
προσφέρει η Χάρη Του!
Ή μήπως όχι;
Σου αφήνω ανοιχτό το ενδεχόμενο οι λύκοι τελικά να με
κατασπάραξαν και τα μάτια του δάσους να παρακολούθησαν άπραγα όλη την σκηνή. Όπως
και να ‘χει, με σώμα ή χωρίς εγώ επέστρεψα στο σπίτι, εξακολουθώ να
κάνω αυτά που πάντα με γέμιζαν και ίσως απλά να συνεχίζω τη ζωή στον προσωπικό
μου πλέον Παράδεισο.
Π.