Να ‘μαστε λοιπόν πάλι. Σε άλλο χώρο, σε άλλο χρόνο ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους. Την πρώτη φορά ήμασταν εδώ γιατί έπρεπε. Αυτή την φορά είμαστε εδώ γιατί θέλουμε.

Η ανθρωπότητα άλλαξε συνήθειες, άλλαξε μυαλά, άλλαξε γούστα…

Οι άνθρωποι ξέχασαν να μιλάνε, ξέχασαν να γράφουν, ξέχασαν να σκέφτονται, ξέχασαν να αγαπούν. Να ‘μαστε λοιπόν πάλι. Για να δώσουμε τις τελευταίες οδηγίες σε όλους αυτούς που ξέχασαν. Για λίγο ακόμη. Με την στοργή όμως του πολύτεκνου πατέρα που ενώ το σπίτι του γκρεμίζεται με αγωνία αναζητά και το τελευταίο παιδί του στα χαλάσματα.

Να ‘μαστε λοιπόν πάλι, με άλλα μέσα, με άλλα λόγια, από μια άλλη εποχή. Για λίγο ακόμη. Γιατί θέλουμε. Γιατί ακούω τις μπουλντόζες…

Σάββατο 6 Απριλίου 2024

Ζωή σαν παραμύθι


Είσαι κιόλας δεκατριών ετών. Μεγαλωμένος με πολύ αγάπη. Ακόμη αντηχεί στα αυτιά σου η μόνιμη συμβουλή του πατέρα σου, «μικρέ Ιωάννη πάντα να κάνεις αυτό που λέει η ψυχή σου και έτσι στο τέλος θα ξέρεις πάντα τι ψυχή έχεις, καλή ή κακή. Θα κοιτάς πίσω σου τι έκανες και απλά θα ξέρεις».

Είσαι κιόλας δεκατέσσερα. Μαζί με τον μεγάλο σου αδελφό βοηθάς και εσύ στην βάρκα της οικογένειας. Πότε ξεμπλέκεις τα δίχτυα, πότε βοηθάς στο κουβάλημα, πότε γλιστράς και χτυπάς άτσαλα στην καρίνα και καμιά φορά γελάς για ώρα με τον αδελφό σου για κάτι που ίσως κανείς άλλος δεν θα καταλάβαινε. Τα βράδια παρέα με τα ψάρια που απέμειναν απούλητα, όλοι η οικογένεια μαζί. Άρτος, νερό, λίγο κρασί, λίγα ψητά ψάρια. Καμιά φορά άφθονη ψαρόσουπα. Τι γλέντι! Κάθε μέρα γιορτή.

Είσαι δεκαπέντε. Βοηθάς ήδη και τους γειτονικούς ψαράδες, πάντα μαζί με τον αδελφό σου, για λίγο μεγαλύτερο μεροκάματο. Λιγότεροι πόροι, μεγαλύτερη φορολογία ή το ‘λεγε η ψυχή σου; Δεν μπορείς να θυμηθείς αλλά σίγουρα θυμάσαι που γυρνούσατε πιο αργά κάθε βράδυ και τα γλέντια ήταν όλο και λιγότερα. Ακόμα και η επιστροφή στο σπίτι το βράδυ όλο και πιο επικίνδυνη. Όπως τότε που για λίγα ψάρια, ο πατέρας και ο αδελφός σου έκαναν κοντά τρεις μήνες να περπατήσουν. Τρεις μήνες στο κρεβάτι αποφάσισαν οι ληστές. Και εσύ την γλίτωσες γιατί είσαι μόλις δεκαέξι. Ακόμη λιγότερα γλέντια, ακόμη λιγότερο γέλιο στο σπίτι μας. Πέρασε και αυτό.

Τους τελευταίους μήνες έχουν αλλάξει πολλά. Ο τόπος έχει άλλο φως. Η καθημερινή επίσκεψη στον μεγάλο προφήτη, τα σοφά και γεμάτα ελπίδα λόγια του καθώς βαδίζει διδάσκοντας στις όχθες του Ιορδάνη, τα γεμάτα Θεία φλόγα μάτια του και η εξουσία που του δόθηκε να βαφτίζει και να απαλλάσσει τους ανθρώπους απ’ τις αμαρτίες, ήταν ο λόγος που άλλαξαν οι ζωές πολλών συγχωριανών. Και εσύ δεν ξεχνάς ποτέ αυτόν που σε πήρε μαζί του για να σου γνωρίσει τον μεγάλο προφήτη. Με την άδεια του πατέρα σου πάντα, ο μεγάλος αδελφός του πιο φωνακλά ψαρά της αγοράς, σου χτύπαγε κάθε μέρα τον ώμο για να σου θυμίσει ότι είναι ώρα για το επόμενο μάθημα στις όχθες. Κάποιο απόγευμα που άκουγε ακούραστα τα ανομολόγητα των ανθρώπων, το βλέμμα του διέκρινε κάποιον ανάμεσα στο πλήθος. Το βλέμμα του δεν έφευγε από Αυτόν. «Ίδε ο αμνός του Θεού». Θυμάσαι; Μα αυτός που κοιτά ο προφήτης σου είναι γνώριμος. Ίσως όχι απλά λόγω της συγγένειας με την μητέρα σου. Τον ακολουθείτε και οι δυο γεμάτοι λαχτάρα. Στο δρόμο σταματά απότομα, σας ρωτά τι θέλετε και καταλήγετε να περνάτε μαζί Του ένα από τα πιο όμορφα απογεύματα γεμάτο γνώση. Λίγες μέρες μετά, έκλεισες τα δεκαεπτά.

Ο αμνός του Θεού, όπως τον αποκάλεσε ο προφήτης περπατά ανάμεσα στα καΐκια, στέκεται μπροστά σου και ζητά από ‘σένα να Τον ακολουθήσεις. Για πού; Ρωτάς και εσύ και ο αδελφός του γειτονικού ψαρά στον οποίο πρότεινε ακριβώς το ίδιο. Πού θα πάμε; Για να λάβεις την απάντηση «Θα πάμε πολύ μακριά». Πόσο δίκιο είχε…

Και οι δύο ‘γιναν πέντε, μετά οχτώ, μετά έντεκα και όπως μας είπε ο ίδιος λείπει ένας. Και μετά ‘γιναν δώδεκα. Ανάμεσα τους ο μεγάλος σου αδελφός αλλά και ο άλλος μεγάλος ψαράς της αγοράς. Αχώριστοι πια ή τουλάχιστον έτσι νόμιζες. Δίπλα Του σε κάθε Του βήμα. Τα αφτιά ορθάνοιχτα σε κάθε Του λέξη. Αγαπάτε αλλήλους, έλεγε. Και εσένα έγινε η αγαπημένη σου φράση. Αλλά και εσύ έγινες ο αγαπημένος Του. Πόσο ερωτεύτηκες, πόσο αγάπησες, πόσο θαύμασες, θυμάσαι;

Είσαι μόλις δεκαοκτώ. Τα βράδια ανυπομονείς να σε πιάσει απ’ τον ώμο και να σου ερμηνεύσει με τα πιο απλά λόγια ακόμη και το πιο δυσνόητο μυστήριο. Για τους γνωστούς και άγνωστους κόσμους, τα σύμπαντα, τους ανθρώπους, την ψυχή, το καλό, το κακό, την αμαρτία, την συγχώρεση και αυτά που δεν συγχωρούνται, την ταπείνωση, την προσευχή, το θαύμα. Και εσύ θαύμαζες. Αποσβολωμένος λαχταρούσες να ρουφήξεις κάθε Του στιγμή. Λες και δεν θα κρατούσε πολύ, λες και ήξερες. Νύχτες ολόκληρες γερμένος στον ώμο Του. Πόσο μεγαλύτερη ευλογία; Απλά το ρούχο Του άγγιζαν και γιατρευόντουσαν. Φοβάσαι. Θυμάσαι; Φοβάσαι πως δεν θα κρατήσει για πάντα.

Είσαι ήδη δεκαεννιά. Τον ισχυρό προφήτη τον τελείωσαν οι άνθρωποι. Του έκλεισαν το στόμα. Αγαπάτε αλλήλους. Αλλά φοβάσαι. Ας είδες νεκρούς να σηκώνονται, τυφλούς να βλέπουν, παράλυτους να περπατούν ξανά, ας είσαι ο αγαπημένος μαθητής του Υιού του Θεού. Κάπου μέσα σου φοβάσαι. Ίσως γιατί όλο αυτό είναι ένα πρωτόγνωρο όνειρο που δεν αξίζει μάλιστα σε όλους τους ανθρώπους. Όπως όλα τα όνειρα τελειώνουν, λογικό είναι να φοβάσαι και για αυτό. Ο ενθουσιασμός του κόσμου σου δίνει κάποια ελπίδα. Αλλά ο κόσμος εντυπωσιάζεται εύκολα, εκδηλώνεται έντονα, τον κερδίζει η ιδιοτέλεια και ξεχνά, κατακρίνει, ζηλεύει και εναντιώνεται ακόμη και προς αυτόν που πριν από λίγο αποθέωνε. Ο ίδιος ο Κύριος το έλεγε παντού πως θα προδοθεί, θα παραδοθεί στους ανθρώπους, θα θανατωθεί και σε τρεις ημέρες θα αναστηθεί. Και απλά το άκουγες. Ανήμπορος μέσα στην μικρότητα σου να αλλάξεις το οτιδήποτε.

Και είσαι είκοσι. Κοντά τρία χρόνια χωρίς να χάσεις ούτε ένα Του βήμα. Στην μητέρα Του πήγαινε, μαζί εσύ. Σε χιλιάδες κόσμο δίδασκε, εσύ δίπλα Του. Ακόμη και στον λόφο ήσουν εκεί όταν σε κάλεσε να θαυμάσεις την Θεότητα Του. Σαν χθες θυμάσαι την κουβέντα που είχατε για το ένα και για το τρία. Σε προβληματίζει τόσο πολύ αυτή η ανάμνηση, που ζεις μια συνεχή αναμονή για κάτι που έρχεται, χωρίς να το γνωρίζεις. Κυρίως μετά την πανηγυρική υποδοχή στην είσοδο της πόλης. Ήθελες τόσο πολύ να είναι αλήθεια, ήθελες τόσο πολύ να είναι αυθεντική και ανθεκτική αυτή η εκδήλωση, αυτή η αγάπη του κόσμου. Όμως πάντα κάτι σταματούσε την υπέρμετρη αισιοδοξία σου, η ταύτιση σου με Τον Κύριο που γνωρίζει τα πάντα ίσως είναι η αιτία. Ήταν το βλέμμα Του, ήταν τα λόγια Του και ο τόνος της φωνής Του όταν μιλούσε στους επικριτές Του που ενώ αποδείκνυαν την απόλυτη υπεροχή Του έναντι όλων των ανθρώπων, παρόλα αυτά αν Τον είχες ζήσει από κοντά καταλάβαινες ότι προμήνυαν ένα μεγάλο κακό. Ας σου έδωσε την δύναμη στο όνομα Του να κάνεις ακριβώς ότι και ο ίδιος. Θυμάσαι;

Τόσο αυθεντική και αμοιβαία η αγάπη Του προς εσένα, τόσο τεράστια η εμπιστοσύνη Του! Σου ανέθεσε μαζί με τον μεγάλο ψαρά να ετοιμάσετε το δείπνο. Σε ‘σένα αποκάλυψε το τραγικό πρόσωπο της προδοσίας. Κι εσύ τα άκουγες όλα και απλά τα αποδεχόσουν γνωρίζοντας ότι το σχέδιο του Θεού κανείς μα κανείς δεν μπορεί να το αλλάξει. Ήσουν και στην σύλληψη του εκεί. Μόνη Του προτεραιότητα ακόμη και εκείνες τις στιγμές ήταν να κλείνει θαυματουργικά πληγές που άνοιξαν από αγάπη και πανικό και πάνω απ’ όλα να προστατέψει τους φίλους Του. Αγαπάτε αλλήλους. Για κάποιο περίεργο λόγο εσύ δεν τα έχασες. Ίσως η ταύτιση και η εμπιστοσύνη στο μεγαλείο Του να διατηρούσε ζωντανή την φλόγα της ελπίδας. Ήξερες ότι δεν θα τελειώσει έτσι απλά γι’ αυτό και Τον ακολουθείς. Σε πολλές συμπλοκές παλιότερα, Τον έχεις δει μπροστά στα μάτια σου να μην μπορεί να Τον αγγίξει κανείς και να χάνεται μέσα στο πλήθος. Τώρα Τον βλέπεις να αφήνεται στους ανθρώπους, να Τον τραβάνε, να Τον ρίχνουν κάτω απ’ τα μαλλιά, να Τον φτύνουν και να γελούν και να Τον σέρνουν απ’ τη μία δίκη στην άλλη. Και εσύ εκεί… Με όση δύναμη σου απομένει να κρατάς σφιχτά στα χέρια σου την ίδια Του την μητέρα. Την μητέρα «παιδί Του». Προσπαθείς να μη καταρρεύσει και αυτή. Ποιος δεν θα κατέρρεε αν έβγαζαν σε δημόσια θέα τον βασανισμό του αθώου πατέρα η παιδιού του;  Ήσασταν δεν ήσασταν δέκα άνθρωποι στους δύο χιλιάδες που χειροκροτούσαν γι’ αυτό που έβλεπαν. Και εσείς οι δέκα να φωνάζετε γοερά «τι έχετε πάθει όλοι; Αφήστε Τον πια. Δεν έκανε ποτέ κακό. Δεν βλέπετε ότι δεν αντέχει να Τον χτυπάτε άλλο; ΜΗΝ ΤΟΝ ΧΤΥΠΑΤΕ ΑΛΛΟΟΟΟ».

Αγαπάτε αλλήλους. Με αυτή τη φράση στο μυαλό, Τον ακολουθείς και πάλι στο ανηφορικό πλακόστρωτο, καταδικασμένο πια εις θάνατον, βαστώντας την μητέρα Του. Τι ειρωνεία! Εις θάνατον λένε οι άνθρωποι. Σταύρωσον Αυτόν λένε οι άνθρωποι. Γίνεται να πεθάνει ο Θεός ανόητοι; Στο ψηλότερο σημείο του λόφου υψώθηκε ο Θεός. Καρφωμένος. Με τα χέρια ορθάνοιχτα ώστε από εκεί ψηλά να χωρέσουν όλοι στην αγκαλιά Του. Και εσύ εκεί. Να Τον ακούς να συγχωρεί, να σε ορίζει γιό της ίδιας Του της μητέρας, να διψά, να σβήνει και να μαυρίζει ο ουρανός, να σείεται η γη. Και εσύ εκεί. Να θέλεις τόσο πολύ να Του πλύνεις εσύ και να σκουπίσεις αυτή τη φορά τα ματωμένα πόδια. Πάντα ήξερες ότι δεν θα τελειώσει έτσι. Και πράγματι! Σαν χθες είναι που έτρεξες με τον μεγάλο ψαρά να ελέγξετε πρώτοι τον άδειο τάφο. Σαν χθες είναι που άνοιξε η πόρτα και Τον ξαναείδες, Του μίλησες, Τον άγγιξες. Τι μεγαλύτερο θαύμα! Σαράντα ολόκληρες ημέρες ξανά δίπλα Του, σαράντα ολόκληρες ημέρες έβλεπες και πάλι την μητέρα σου πια, να χαμογελά. Και εσύ εκεί. Να Τον βλέπεις να γίνεται φως και να χάνεται στον ουρανό αφήνοντας πίσω Του τις ύψιστες υποσχέσεις για τους ανθρώπους.

Είσαι είκοσι πέντε ετών. Παραμένεις στον τόπο που Του φέρθηκαν έτσι οι άνθρωποι, να διδάσκεις με τον μεγάλο ψαρά, την παραπάνω ιστορία και την φράση «Αγαπάτε αλλήλους». Και οι άνθρωποι φέρονται και σε εσάς άσχημα. Δείχνουν να μην καταλαβαίνουν, να μην αισθάνονται αλλά εσύ γνωρίζεις ότι γυρνώντας στο σπίτι το βράδυ μπορεί να είναι και Αυτός εκεί. Να συζητά και να χαϊδεύει τα μαλλιά της μητέρας, όπως άλλωστε έγινε τόσες φορές. Η μητέρα δεν ξανά έκλαψε. Παρέμενε συνήθως σιωπηλή, αλλά ποτέ δεν την ξανά άκουσες να κλαίει. Κάτι λέει αυτό.

Έφτασες τα τριάντα. Έχασες γονείς, φίλους και αδελφό. Τον αδελφό σου οι άνθρωποι μάλλον τον αγάπησαν πολύ για να του δώσουν ίδιες ευκαιρίες αλλά και ίδιο τέλος με τον μεγάλο προφήτη. Αγαπάτε αλλήλους. Αλλά εσύ συνεχίζεις, γυρνώντας από χωριό σε χωριό, από πόλη σε πόλη, να διηγείσαι την πιο όμορφη ιστορία του κόσμου. Και πλέον βαφτίζεις και εσύ, θεραπεύεις και εσύ. Τα λόγια σου θυμίζουν Εκείνον και κάνουν τους ανθρώπους να πιστεύουν στην πιο όμορφη ιστορία του κόσμου. Κάποιους. Άλλοι σε χτυπούν και σε διώχνουν σαν λεπρό, άλλοι σε περιμένουν με λαχτάρα στον τόπο τους και ανοίγουν το σπίτι τους να σε φιλοξενήσουν σαν να σε γνωρίζουν από πάντα. Είναι απίστευτο αλλά στα τριάντα πέντε σου έχεις εσύ πια μαθητές! Υπομένουν και αυτοί τα πάντα μαζί σου. Πέντε χρόνια στις φυλακές και η πόλη που Τον καταδίκασε κινδυνεύει με ισοπέδωση. Σας αφήνουν να φύγετε. Συναντιέσαι με τους υπόλοιπους και ξεκινάς το ταξίδι για την Μ. Ασία.

Είσαι σαράντα ετών. Ναυαγείς και θαλασσοδέρνεσαι για μέρες μαζί με τον επιστήθιο μαθητή σου. Σας σώζουν, σας συλλαμβάνουν, σας πουλούν για σκλάβους και σας αναγκάζουν να εργάζεστε στα λουτρά με αντάλλαγμα την ζωή σας. Για χρόνια. Κάπου κάπου ξεκλέβεις λίγο χρόνο και διηγείσαι όπου μπορείς την πιο όμορφη ιστορία του κόσμου. Ώσπου η προσευχή σου στο όνομα Του Χριστού θα αναστήσει τον γιό του Διοσκουρίδη, του άρχοντα της πόλης. Έτσι θα κερδίσεις για λίγο την ελευθερία σου και θα μπορείς να διδάσκεις και πάλι μαζί με τον μαθητή σου στον κόσμο.

Στα πενήντα σου πια εσύ και ο μαθητής σου στο όνομα Του Κυρίου έχετε βαφτίσει, έχετε θεραπεύσει, έχετε απαλλάξει από δαίμονες και ανίατες ασθένειες αμέτρητους Μικρασιάτες. Ο Χριστός σου έχει εκμυστηρευτεί πολλά όπως έκανε πάντα και δεν υπάρχει φόβος πια. Η απόλυτη αγάπη διώχνει κάθε φόβο! Δέκα χρόνια αργότερα και ενώ έχουν ακούσει και ασπαστεί την ωραιότερη ιστορία του κόσμου από τα χείλη σου εκατομμύρια ανθρώπων, η παρουσία σου άρχισε να ενοχλεί κάποιον Δομιτιανό. Κρίμα! Τυφλός λάτρης των ειδώλων, ζητά να σε συλλάβουν και να σε οδηγήσουν μπροστά του μαζί με τον μαθητή σου ώστε να απολογηθείτε. Άραγε κατάλαβες ποτέ γιατί εσύ και οι όμοιοι σου πρέπει να απολογούνται για το καλό που κάνουν; Όμως γνωρίζεις πολύ καλά τον διάβολο, πως οδηγεί τους επιρρεπείς και τον ρόλο του στην ιστορία. Είχες κοντά τρία χρόνια μαζί του, είδες πολύ καλά τα τεχνάσματα και την πονηριά του. Είδες να φιλάει τον Πατέρα σου… Ο άρχοντας σας τιμωρεί, σας βασανίζει σκληρά, σας φυλακίζει για καιρό και τελικά αποφασίζει να σας θανατώσει με δηλητήριο. Εσύ προσεύχεσαι, το πίνετε και περιμένετε, περιμένετε, μάταια. Ο Δομιτιανός απορεί. Δεν μπορούσε να δει πόσο Χριστό έχεις μέσα σου. Δεν μπορούσε να καταλάβει πόσο εύκολο είναι να αποβάλει ο Κύριος κάθε κακό. Επιστρέφετε και οι δύο στην φυλακή. Το βράδυ σε επισκέπτεται ο Κύριος και σε ενημερώνει για όσα θα ακολουθήσουν. Και περνάει έτσι όλη η νύχτα, όπως τότε… Θυμάσαι; Ακουμπισμένος στον ώμο Του και πάλι, σαν παραμύθι. Ο άρχοντας το πρωί θα συνεχίσει το έργο της εκτέλεσης σας. Πελώρια καμίνια, λάδι να κοχλάζει και εσείς ατάραχοι και δροσεροί να περιμένετε να τελειώσουν το έργο τους τα ξύλα και να σβήσει απλά η φωτιά που τα πυράκτωνε. Αγαπάτε αλλήλους. Η δουλειά του διαβόλου έληξε άλλη μια φορά ανεπιτυχώς. Ο Δομιτιανός θαύμασε και κάπου βαθιά μέσα του ραγίζει η λατρεία του στα είδωλα. Δεν αρκεί όμως. Και εσύ παραμένεις φυλακισμένος μέχρι να αποφασίσουν την εξορία σου. Τρία χρόνια; Πέντε; Είναι αρκετά;

Στα εβδομήντα σου βρίσκεσαι ήδη εξόριστος στην Πάτμο. Οι ντόπιοι θα σε αγαπήσουν αλλά θα συναντήσεις και θα αντιμετωπίσεις τον ισχυρότερο ίσως δαίμονα. Τον Κύλωνα και τις δυνάμεις του τον θαύμαζαν και τον έτρεμαν όλοι στο νησί. Λίγο καιρό μετά ήταν μια κακή, βασανιστική ανάμνηση για τους ντόπιους. Δεν κατάφερε να αναγνωρίσει δυστυχώς ότι ο Κύριος σου, είναι ο δημιουργός και του ίδιου και της λεγεώνας των δαιμόνων που καλούσε.

Ηρεμείς, προσεύχεσαι, αναπαύεσαι, γράφεις. Γράφεις κατ’ εντολή Κυρίου όσα οι άλλοι είχαν παραλείψει. Γράφεις κατ’ εντολή Κυρίου επιστολές προς όλους και ο επιστήθιος μαθητής σου κάνει όσα περισσότερα αντίγραφα μπορεί για να πάνε παντού, για να ωφεληθούν όλοι.

Πέρασες τα ογδόντα. Τα απογεύματα πλησιάζεις προσευχόμενος το κύμα. Δεν έχεις κουράγιο πια να ψαρέψεις για την τροφή σου αλλά με έναν μαγικό τρόπο αυτή ξεπηδά από την θάλασσα και σε περιμένει στην αμμουδιά. Κάθε μέρα. Όπως και η αναμμένη φωτιά και το ζεστό ψωμί στο βάθος της σπηλιάς που διάλεξες να απομονωθείς με τον Πρόχορο. Δεν λέτε πια πολλά μεταξύ σας. Δεν έχουν απομείνει πολλά να πείτε με λόγια. Ούτε σε αυτούς που σε επισκέπτονται μιλάς πολύ πια. Δυο συμβουλές ζωής και την αγαπημένη σου φράση «Αγαπάτε αλλήλους». Και όμως στα ενενήντα σου και δεν είχες δει τίποτα ακόμα.

Οκτώ Μαΐου. Από την είσοδο της σπηλιάς παρατηρείς τα λαμπυρίσματα του πελάγους μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Δεν υπάρχει απόλυτο σκοτάδι, σκέφτεσαι. Όπου υπάρχει Θεός, υπάρχει φως. Λες και γνώριζες. Ο Πρόχορος έχει ξαπλώσει από νωρίς, κουράστηκε και αυτός να σε διακονεί. Μα εκείνη τη μέρα τον άκουσες να σε καλεί με τόση αγωνία… Η σπηλιά έχει λουστεί με φως! Περπατάς με σταθερό βήμα και χωρίς δισταγμό το διαπερνάς και χάνεσαι μέσα του. Και εκεί ο Κύριος σου έδειξε το μέλλον. Και το μέλλον είναι το φως. Και εσύ μιλάς, βλέπεις, διηγείσαι και ο μαθητής σου καταγράφει με ακρίβεια. Ο Κύριος ζήτησε να μην πειραχτεί ούτε κόμμα, ο Κύριος ζήτησε να μην γραφτούν όλα όσα είδες. Σίγουρα για το καλό των ανθρώπων, γιατί όποιος δεν έχει κρίση πως θα κριθεί; Και άκουσες σάλπιγγες, είδες καβαλάρηδες, σφραγίδες, πληγές, πολέμους, απώλειες με αριθμούς, χξς΄, τον ίδιο τον διάβολο να βασιλεύει στην  ανθρωπότητα, είδες ερημιά, το 144, τους σεσωσμένους στην αγκαλιά του Χριστού, είδες το τέλος της γης που τόσο περπάτησες και την καταστροφή του υλικού σύμπαντος. Είδες ακόμη και την  δημιουργία κάτι νέου πολύ διαφορετικού από όσα έχει δει ανθρώπου μάτι. Και μιλούσες για ώρες και ο Πρόχορος κατέγραφε ακατάπαυστα. Και το φως έσβησε. Ο Χριστός σου έδειξε τα πάντα. Τώρα οι άνθρωποι έχουν το βιβλίο του μέλλοντος από το στόμα του Θεού. Ο ίδιος σου είπε να το μελετούν αδιάκοπα γιατί τίποτα από αυτά που είναι γραμμένα στην τελευταία του Αποκάλυψη δεν πρόκειται να αλλάξει.

Εκατό και εσύ εκεί. Πικραμένος για την εξέλιξη όλων αυτών που αγάπησες και πάλεψες τόσο να φωτίσεις. Ανθρώπων, αξιών, δέντρων, ζωντανών, θάλασσας… Ο άρχοντας στην Έφεσο άλλαξε και σε καλεί να γυρίσεις. Άραγε τι άλλο μπορείς να δώσεις πια; Σε περιμένουν όμως. Έχει γίνει πολύ δουλειά πίσω και σε χρειάζονται πολλοί που σε αγαπάνε. Αγαπάτε αλλήλους. Πηγαίνεις τους συναντάς και πράγματι ο σπόρος που είχες φυτέψει εσύ και τα αδέλφια σου ανακαλύπτεις ότι έχει καρποφορήσει.

Εκατόν πέντε; Εκατόν δέκα; Εκατόν δεκαεπτά;  Πόση σημασία έχει; Να γνωρίζεις όμως πατέρα πως πάντα έκανα αυτό που μου έλεγε η ψυχή μου και έζησα μια ζωή σαν παραμύθι! Απλά μη μου ζητήσεις να κοιτάξω πίσω για να μάθω τι ψυχή έχω. Δεν έχω πια κουράγιο να κοιτάξω τόσο πίσω.

Θα μάθουμε σύντομα πατέρα. Είμαι ήδη ψηλά. Αισθάνομαι τα σύννεφα πατέρα. Πετάω προς τον Πατέρα!

Ι.